ερημόσπιτο

ερημόσπιτο
το
1. το σπίτι που βρίσκεται στην ερημιά, το ερημικό σπίτι
2. το εγκαταλελειμμένο, το ρημαγμένο, το κατερειπωμένο σπίτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερημο- (< έρημος*) + σπίτι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ερημοσπίτης — ο [ερημόσπιτο] 1. αυτός που το σπίτι του δυστυχεί, στερείται τα απαραίτητα, που έχει το σπίτι του στερημένο από τα αναγκαία εφόδια 2. αυτός που δεν πρόκοψε, ο απόκληρος τής ζωής «απρόκοφτος κι ερημοσπίτης») 3. παροιμ. «πολυτεχνίτης κι… …   Dictionary of Greek

  • ερμόσπιτο — το βλ. ερημόσπιτο …   Dictionary of Greek

  • Ντούροφ, Ναγκέζντα Αντρέγιβνα — (1790 – 1866). Ρωσίδα συγγραφέας από Ελληνίδα μητέρα. Η μητέρα της είχε υπηρετήσει στα ελληνικά τάγματα των Αμαζόνων της Κριμαίας, στα χρόνια της Αικατερίνης B’. Ακολουθώντας το παράδειγμα της, κατατάχτηκε σ’ ένα σύνταγμα ουλάνων και πήρε μέρος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”